- κοινολεχης
- κοινολεχήςκοινο-λεχήςὅ любовник
(Αἴγισθος Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Αἴγισθος Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοινολεχής — κοινολεχής, ές (AM) αυτός που έχει κοινό κρεβάτι με άλλον, συγκοιμώμενος, σύντροφος τού κρεβατιού, σύζυγος ή εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + λεχής (< λέχος), πρβλ. ορει λεχής, πρωτο λεχής] … Dictionary of Greek
κοινολεχής — paramour masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινολεχῆ — κοινολεχής paramour neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κοινολεχής paramour masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κοινολεχής paramour masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινολεχεῖς — κοινολεχής paramour masc/fem acc pl κοινολεχής paramour masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
λέχος — λέχος, τὸ (Α) 1. ανάκλιντρο, κλίνη, κρεβάτι («Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤι», Ομ. Ιλ.) 2. συζυγική κλίνη και, κατ επέκταση, ο γάμος (α. «λέχος δ ᾔσχυνε», Ομ. Οδ. β. «ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες», Αισχύλ) 3. η σύζυγος («λέχος γαμήλιον», Αριστοφ.) 4.… … Dictionary of Greek